φιλλιψία

φιλλιψία
η, Ν
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος αρθροπόδων που ανήκει στην οικογένεια τών τριλοβιτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phillipsia].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”